σκηπτός

σκηπτός

σκηπτός, , ein plötzlich mit großer Gewalt von oben herunterfahrender Sturmwind, gew. mit Donner u. Blitz verbunden; τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, Soph. Ant. 414; Phot. erkl. κεραυνὸς ἄνωϑεν διάπυρος, Arist. de mundo 4 κατασκῆψαν εἰς τὴν γῆν (κεραυνός, πρηστήρ, τυφών) σκηπτὸς ὀνομάζεται, also der einschlagende Blitz; so βροντῆς γενομένης σκηπ τὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Xen. An. 3, 1, 11; καταιβάτης, Lycophr. 382; – übertr., λοιμοῠ τις ἦλϑε σκηπτὸς ἢ στάσις πόλει, Aesch. Pers. 701; vom Kriege, σκηπτοῠ 'πιόντος πολεμίων, Eur. Rhes. 674, vgl. Androm. 1047; εἰ δ' ὁ συμβὰς σκηπτὸς μὴ μόνον ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν Ἑλλήνων μείζων γέγονε, Dem. 18, 194, also übh. jedes plötzlich hereinbrechende Unglück.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκηπτός — thunderbolt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτός — ὁ, Α [σκήπτω] 1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.) 2. μτφ. α) καταιγίδα β) ανεμοστρόβιλος γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῡ πιόντος πολεμίων», Ευρ.) δ) είδος παρασίτου 3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» λοιμός που ενσκήπτει… …   Dictionary of Greek

  • σκηπτοῖς — σκηπτός thunderbolt masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτοῖσιν — σκηπτός thunderbolt masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτοί — σκηπτός thunderbolt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτοῦ — σκηπτός thunderbolt masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτούς — σκηπτός thunderbolt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτῶν — σκηπτός thunderbolt masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτῷ — σκηπτός thunderbolt masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτόν — σκηπτός thunderbolt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”