σιαίνω, späte, verderbte Form statt σικχαίνω, Valck. opusc. II p. 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιαίνω — ΜΑ μσν. ενοχλώ κάποιον αρχ. προκαλώ αηδία ή βδελυγμία σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» κατά το ρ. σικχαίνω «σιχαίνομαι»] … Dictionary of Greek
σιαντός — ή, όν, Α [σιαίνω] βδελυρός, μιαρός … Dictionary of Greek