- σκαληνο-ειδής
σκαληνο-ειδής, ές, von schiefem Ansehen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαληνο-ειδής, ές, von schiefem Ansehen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαληνοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σκαληνό σχήμα, λοξός, σκολιός («σκαληνοειδὴς ὀχετός» ο ουρητήρας, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαληνός + ειδής*] … Dictionary of Greek