σκαληνός — uneven masc nom sg σκαληνός uneven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek
σκαληνός — ή, ό 1. λοξός, στραβός. 2. «σκαληνό τρίγωνο», τρίγωνο με άνισες τις πλευρές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαληνά — σκαληνός uneven neut nom/voc/acc pl σκαληνά̱ , σκαληνός uneven fem nom/voc/acc dual σκαληνά̱ , σκαληνός uneven fem nom/voc sg (doric aeolic) σκαληνός uneven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνόν — σκαληνός uneven masc acc sg σκαληνός uneven neut nom/voc/acc sg σκαληνός uneven masc/fem acc sg σκαληνός uneven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνοῖς — σκαληνός uneven masc/neut dat pl σκαληνός uneven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνούς — σκαληνός uneven masc acc pl σκαληνός uneven masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνῷ — σκαληνός uneven masc/neut dat sg σκαληνός uneven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνῶν — σκαληνής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) σκαληνός uneven fem gen pl σκαληνός uneven masc/neut gen pl σκαληνός uneven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνής — ες, Α σκαληνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα] … Dictionary of Greek
σκαληνούμαι — όομαι, Α [σκαληνός] γίνομαι σκαληνός, καθίσταμαι ασύμμετρος («τὸ σκαληνοῡσθαι τὴν ὄψιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek