- σκαλαβώτης
σκαλαβώτης, ὁ, sp. Form für ἀσκαλαβώτης, vgl. Mein. Meandr. p. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαλαβώτης, ὁ, sp. Form für ἀσκαλαβώτης, vgl. Mein. Meandr. p. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαλαβώτης — ὁ, Α πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] … Dictionary of Greek
σκαλαβώταις — σκαλαβώτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλαβώτας — σκαλαβώτᾱς , σκαλαβώτης masc acc pl σκαλαβώτᾱς , σκαλαβώτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COLOTES — I. COLOTES Epicteti discipulus primarius, cuius dogmata Plot. librô editô solide refutat. II. COLOTES sculptor fuit eximius, cuius opus Aeculapii simulacrum ex ebore factum, aspectu sane mirandum, in quodam Boeotiae vico asservari tradit Strabo,… … Hofmann J. Lexicon universale
χαλαβώτης — ὁ, Α ο ασκάλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. τής λ. ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα» (πρβλ. και τις γρφ. σκαλαβώτης, καλαβώτης)] … Dictionary of Greek