- σκαλεύς
σκαλεύς, ὁ, der Grabende, Hackende, bes. der Gartengewächse od. Saat behackt; Xen. Oec. 17, 12; Poll. 1, 221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαλεύς, ὁ, der Grabende, Hackende, bes. der Gartengewächse od. Saat behackt; Xen. Oec. 17, 12; Poll. 1, 221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαλεύς — έως, ὁ, Α αυτός που σκαλίζει, ιδίως τα λαχανικά τού κήπου ή τα σπαρτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. σκαλεύω] … Dictionary of Greek
σκαλεῖς — σκάλλω stir up fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) σκαλεύς hoer masc acc pl σκαλεύς hoer masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλευτής — ὁ, Μ [σκαλεύω] σκαλεύς* … Dictionary of Greek
φυτευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [φυτεύω] αυτός που φυτεύει αρχ. αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς* … Dictionary of Greek
σκαλέας — σκαλέᾱς , σκαλεύς hoer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)