- σκαλιστήριον
σκαλιστήριον, τό, = σκαλίς, Schol. Theocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαλιστήριον, τό, = σκαλίς, Schol. Theocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαλιστήρι — το / σκαλιστήριον, ΝΑ μικρού μεγέθους εργαλείο κατάλληλο για ελαφρά ανασκαφή τού εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek