προς-ουρίζω

προς-ουρίζω

προς-ουρίζω, f. L. für προςουδίζω, Eur. I. A. 1151.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω …   Dictionary of Greek

  • επουρίζω — (AM ἐπουρίζω) (για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος νεοελλ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα αρχ. 1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους… …   Dictionary of Greek

  • πρυμίζω — Ν [πρύμη] 1. στρέφω την πρύμνη τού πλοίου προς τον άνεμο, πλέω με ούριο άνεμο, ουρίζω 2. μτφ. φεύγω γρήγορα («τά πρύμισε για το χωριό») 3. φρ. «τα πρύμισε» άλλαζε γνώμη, τά έστριψε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”