- σιμβλήϊος
σιμβλήϊος, p. = σίμβλιος, dah. σιμβλήϊα ἔργα, Honig, Ap. Rh. 3, 1036.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιμβλήϊος, p. = σίμβλιος, dah. σιμβλήϊα ἔργα, Honig, Ap. Rh. 3, 1036.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιμβλήϊος — ηΐη, ον, θηλ. και ποιητ. τ. σιμβληΐς, Α αυτός που γίνεται μέσα στον σίμβλο*, στην κυψέλη («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» το μέλι, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίμβλος «κυψέλη» + επίθημα ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
σιμβληίδες — σιμβλήιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμβληίδος — σιμβλήιος of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμβλήια — σιμβλήιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμβλίδες — αἱ, Α δ. γρφ. αντί σιμβληΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιμβληΐδες (βλ. λ. σιμβλήϊος)] … Dictionary of Greek
σιμβληΐς — ίδος, ἡ, Α βλ. σιμβλήϊος … Dictionary of Greek