- σεμνο-λόγος
σεμνο-λόγος, würdevoll, feierlich sprechend, in feierlicher Sprache, in vornehmem Tone redend, als Tadel, Dem. 18, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεμνο-λόγος, würdevoll, feierlich sprechend, in feierlicher Sprache, in vornehmem Tone redend, als Tadel, Dem. 18, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιωνικολόγος — ἰωνικολόγος, ὁ (Α) αυτός που απαγγέλλει ή αφηγείται τα Ιωνικά, τα ποιήματα που είχαν συντεθεί σε ιωνικό μέτρο («ὁ ἰωνικολόγος τὰ Σωτάδου ἰωνικά ποιήματα προφέρεται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωνικός + λόγος (< λόγος), πρβλ. αρχαιο λόγος, σεμνο… … Dictionary of Greek
κακολόγος — και κακόλογος, ο (AM κακολόγος, ον) αυτός που τού αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογος (< λόγος), πρβλ. καινο λόγος, σεμνο λόγος] … Dictionary of Greek
σεμνολόγος — ο / σεμνολόγος, ον, ΝΑ αυτός που μιλά με σεμνότητα αρχ. αυτός που μιλά με επίσημο ύφος. επίρρ... σεμνολόγως Α 1. με σεμνό λόγο 2. με επίσημο λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + λόγος*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek