- σεμνο-τυφία
σεμνο-τυφία, ἡ, erkünstelte Würde, vornehmthuende Aufgeblasenheit, M Ant. 9, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεμνο-τυφία, ἡ, erkünstelte Würde, vornehmthuende Aufgeblasenheit, M Ant. 9, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποτυφία — ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. α τυφία, σεμνο τυφία] … Dictionary of Greek