σιδηρήεις

σιδηρήεις

σιδηρήεις, εσσα, εν, poet. = σιδήρεος; Nic. Al. 31; Man. 1, 313.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιδηρήεις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) βλ. σιδηρούς …   Dictionary of Greek

  • σιδηρήεντα — σιδηρήεις neut nom/voc/acc pl σιδηρήεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρήεσσαν — σιδηρήεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”