- σιδηρο-δέσμιος
σιδηρο-δέσμιος, = Folgdm, Suid. v. Νέρων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-δέσμιος, = Folgdm, Suid. v. Νέρων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροδέσμιος — α, ο / σιδηροδέσμιος, ον, ΝΜ (για πρόσ. και ζώα) δεμένος με σιδερένιες αλυσίδες, αλυσόδετος νεοελλ. δεμένος με χειροπέδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δέσμιος (< δεσμός), πρβλ. αλυσο δέσμιος] … Dictionary of Greek