σιδηρο-κμής

σιδηρο-κμής

σιδηρο-κμής, ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιδηροκμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι κμής] …   Dictionary of Greek

  • χειροκμής — ῆτος, ὁ, Α αυτός που εργάζεται με τα χέρια, που κάνει χειρωνακτική εργασία, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. σιδηρο κμής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”