- σιδηρο-βόρος
σιδηρο-βόρος, = σιδηροβρώς, Opp. Cyn. 2, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-βόρος, = σιδηροβρώς, Opp. Cyn. 2, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek
σιδηροβόρος — α, ο / σιδηροβόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και σιδηροβόρος Ν αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek