- προς-ορέω
προς-ορέω, angränzen, τινί, Pol., τοὺς προςοροῠντας τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκας, 10, 41, 4. 22, 27, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ορέω, angränzen, τινί, Pol., τοὺς προςοροῠντας τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκας, 10, 41, 4. 22, 27, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek