- σιδηρο-τέκτων
σιδηρο-τέκτων, ονος, ὁ, Künstler in Eisen, Eisenarbeiter, Aesch. Prom. 716, Χάλυβες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-τέκτων, ονος, ὁ, Künstler in Eisen, Eisenarbeiter, Aesch. Prom. 716, Χάλυβες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροτέκτων — ονος, ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τέκτων «οικοδόμος» (πρβλ. χρυσο τέκτων)] … Dictionary of Greek
φρενοτέκτων — ον, Α κωμ. (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το μυαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τέκτων (πρβλ. σιδηρο τέκτων)] … Dictionary of Greek
χρυσοτέκτων — ονος, ὁ, Α χρυσοχόος («Χαιρέας ὁ χρυσοτέκτων», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τέκτων (πρβλ. σιδηρο τέκτων)] … Dictionary of Greek