σιδηρο-τόκος

σιδηρο-τόκος

σιδηρο-τόκος, Eisen erzeugend, hervorbringend, βῶλος Ἰβηριάδος, Philp. 68 (IX, 561).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιδηροτόκος — ον, Α αυτός που παράγει σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἀρρενο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”