- σιδηρο-πέδη
σιδηρο-πέδη, ἡ, eiserne Fessel, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-πέδη, ἡ, eiserne Fessel, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροπέδη — η, ΝΜ σιδερένια δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] … Dictionary of Greek