- σιδηρεῖον
σιδηρεῖον, τό, Werkstätte des Eisenarbeiters, die Schmiede; Arist. pol. 1, 11; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρεῖον, τό, Werkstätte des Eisenarbeiters, die Schmiede; Arist. pol. 1, 11; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδήρειον — σιδήρειος made of iron masc acc sg σιδήρειος made of iron neut nom/voc/acc sg σιδήρεος made of iron masc acc sg (epic) σιδήρεος made of iron neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρείο — το / σιδηρεῑον, ΝΑ [σιδηρεύς] νεοελλ. 1. εργαστήριο κατασκευής εργαλείων και άλλων σιδερένιων αντικειμένων, σιδηρουργείο 2. (σε σιδηρουργείο) μικρή κάμινος για την κατεργασία τού σιδήρου, καμίνι αρχ. στον πληθ. τὰ σιδηρεῑα ορυχεία σιδήρου … Dictionary of Greek