σιδηρεύω

σιδηρεύω

σιδηρεύω, Eisen graben, Eisen bearbeiten, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιδηρεύω — Α [σίδηρος] κατεργάζομαι τον σίδηρο …   Dictionary of Greek

  • σιδηρεύειν — σιδηρεύω work in iron pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρεία — ἡ, Α [σιδηρεύω] η εξόρυξη και η κατεργασία τού σιδήρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”