σιδηρό-σπαρτος

σιδηρό-σπαρτος

σιδηρό-σπαρτος, durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιδηρόσπαρτος — ον, Α σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῑν πόνον;», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό σπαρτος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίσπαρτος — ον, Α αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί σπαρτος, σιδηρό σπαρτος] …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”