- σινδονίτης
σινδονίτης, ὁ, fem. σινδονῖτις, in Kleidern von seiner indischer Leinwand gehend, Strab. XV.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σινδονίτης, ὁ, fem. σινδονῖτις, in Kleidern von seiner indischer Leinwand gehend, Strab. XV.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σινδονίτης — wearing clothes of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινδονίτης — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. σινδονίτας, Α κατασκευασμένος από σινδόνη (α. «σινδονίτης τελαμών», Πολύδ. β. «σινδονίτης χιτών», Φώτ.) αρχ. 1. ντυμένος με ενδύματα από σινδόνα, από λεπτό ινδικό ύφασμα 2. ιμάτιο, ένδυμα από σινδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος … Dictionary of Greek
σινδονίτην — σινδονίτης wearing clothes of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινδονίτας — σινδονίτᾱς , σινδονίτης wearing clothes of masc acc pl σινδονίτᾱς , σινδονίτης wearing clothes of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινδονίτηι — σινδονίτῃ , σινδονίτης wearing clothes of masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)