σκανδάλα

σκανδάλα

σκανδάλα, , oder σκανδάλη, = σκανδάληϑρον; Alciphr. 3, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκάνδαλα — σκάνδαλον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • σκάνδαλο — Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθήρας — ο, Ν αυτός που αναζητεί επίμονα και παντού σκάνδαλα και βρίσκει ευχαρίστηση στην αποκάλυψή τους ή και που κατασκευάζει σκάνδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλο + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο θήρας, χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1887… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλολογία — η, Ν [σκανδαλολογώ] επίμονη δημόσια ενασχόληση με σκάνδαλα, συνεχής συζήτηση για σκάνδαλα, υπαρκτά ή ανύπαρκτα, ιδίως μέσω τού τύπου και όλων τών μέσων μαζικής ενημέρωσης …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοπλόκος — ο / σκανδαλοπλόκος, ον, ΝΜ αυτός που μηχανεύεται σκάνδαλα, σκανδαλοποιός. επίρρ... σκανδαλοπλόκως ΝΜ στήνοντας παγίδες ή εφευρίσκοντας σκάνδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • Torture chamber — A Torture chamber is a place where torture is carried out. [http://wordnet.princeton.edu/perl/webwn?s=torture%20chamber Princeton Wordnet definition of Torture chamber] ] Torture chambers through history Throughout history torture chambers have… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”