- σκανδαλαβίζω
σκανδαλαβίζω, durchforschen, Theophyl. ep. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκανδαλαβίζω, durchforschen, Theophyl. ep. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκανδαλαβίζω — Μ μτφ. προσπαθώ να εξιχνιάσω, ανασκαλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκανδαλίζω «πειράζω, ενοχλώ» και λαμβάνω (πρβλ. θ. λαβ τού αορ. ἔ λαβ ον)] … Dictionary of Greek