- σιδεύνης
σιδεύνης, ὁ, dor. Wort, ein Knabe gegen 15 od. 16 Jahre alt, Phot. = ἔφηβος, s. O. Müller Dorier II p. 301.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδεύνης, ὁ, dor. Wort, ein Knabe gegen 15 od. 16 Jahre alt, Phot. = ἔφηβος, s. O. Müller Dorier II p. 301.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδεύνης — ὁ, Α (λακων. λ.) έφηβος ηλικίας δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για παρωνύμιο σχηματισμένο από σίδη «ροδιά» + εύνης (< εὐνή «κλίνη»), πρβλ. χλο εύνης] … Dictionary of Greek
σιδεύνας — σιδεύνᾱς , σιδεύνης a boy in his fifteenth masc acc pl σιδεύνᾱς , σιδεύνης a boy in his fifteenth masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek