- σκαιώρημα
σκαιώρημα, τό, = Folgdm; Poll. 6, 182; Schol. Aesch. Ch. 728.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαιώρημα, τό, = Folgdm; Poll. 6, 182; Schol. Aesch. Ch. 728.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαιώρημα — mischievous device neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιώρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ βλ. σκευώρημα … Dictionary of Greek
σκαιωρημάτων — σκαιώρημα mischievous device neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρήμασιν — σκαιώρημα mischievous device neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρήματος — σκαιώρημα mischievous device neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευώρημα — και σκαιώρημα, ατος, τὸ, ΜΑ [σκευωροῡμαι] πράξη δολερή και απατηλή, σκευωρία … Dictionary of Greek