σκαιότης

σκαιότης

σκαιότης, ητος, ἡ, linkisches Wesen, ungesittetes, grobes Betragen, Ungeschicklichkeit; auch Unerfahrenheit, Unwissenheit; καὶ ἀγνωμοσύνη, Her. 7, 9, 2; ἐν ἀμαϑίᾳ καὶ σκαιότητι ζῇ, Plat. Rep. III, 411 e; διὰ σκαιότητα τῶν τρόπων τῶν μετὰ ταῦτ' οὐδὲν προόψεσϑαι, Dem. 6, 19; Folgde, wie Pol. 32, 19, 4, Luc. Tim. 44; τρόπου, Alciphr. 3, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκαιότης — awkwardness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιοσύνη — σκαιότης awkwardness fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκαιοσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητα — σκαιότης awkwardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητας — σκαιότης awkwardness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητι — σκαιότης awkwardness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητος — σκαιότης awkwardness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητ' — σκαιότητα , σκαιότης awkwardness fem acc sg σκαιότητι , σκαιότης awkwardness fem dat sg σκαιότητε , σκαιότης awkwardness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητα — η / σκαιότης, ητος, ΝΑ [σκαιός] η ιδιότητα τού σκαιού, τραχύτητα, βαναυσότητα (α. «τόν έδιωξε με σκαιότητα» β. «σκαιότης τρόπου», Αλκίφρ.) αρχ. αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, απαιδευσία, αμάθεια («πολέμους ἵστασθαι ὑπό τε ἀγνωμοσύνης καὶ… …   Dictionary of Greek

  • σκαιοσύναν — σκαιοσύνᾱν , σκαιότης awkwardness fem acc sg (doric aeolic) σκαιοσύνᾱν , σκαιοσύνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”