- σιδόεις
σιδόεις, εσσα, εν, vom Granatapfel, von seiner Farbe, granatroth, Nic. Al. 276.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδόεις, εσσα, εν, vom Granatapfel, von seiner Farbe, granatroth, Nic. Al. 276.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που προέρχεται από τη σίδη, τη ροδιά, ή ο όμοιος με τη σίδη («σιδόεν καρπεῑον», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδη «ροδιά» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
σιδόεντι — σιδόεις of the pomegranate masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδόεντος — σιδόεις of the pomegranate masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιδούς — Αρχαία οχυρή πόλη της Μεγαρίδας, στον κόλπο των Κεχρεών. Ήταν χτισμένη μεταξύ Κρομμυώνα και Ισθμού και σε μικρή απόσταση από το Σουσάκι. Η πόλη αυτή ήταν επίνειο της Μεγαρίδας και της Κορίνθου. * * * ο / Σιδοῡς, οῡντος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ.… … Dictionary of Greek