- σεμνό-τῑμος
σεμνό-τῑμος, ehrwürdig, Aesch. ἀνάκτωρ, Ch. 352, vgl. Eum. 797.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεμνό-τῑμος, ehrwürdig, Aesch. ἀνάκτωρ, Ch. 352, vgl. Eum. 797.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισότιμος — η, ο (ΑΜ ἰσότιμος, ον) 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν) η ισοτιμία* νεοελλ. αρχ. αυτός που έχει ίση αξία με άλλους αρχ. 1. ίσος … Dictionary of Greek