- σεμνό-στομος
σεμνό-στομος, vornehm redend, Aesch. Prom. 955, σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῠϑός ἐστιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεμνό-στομος, vornehm redend, Aesch. Prom. 955, σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῠϑός ἐστιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόστομος — θεόστομος, ον (Μ) φρ. «θεόστομον ἐμφύσημα» το φύσημα από το στόμα τού θεού το οποίο έδωσε πνοή στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, σεμνό στομος] … Dictionary of Greek