σεβασμοσύνη, ἡ, = σεβασμιότης, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεβασμοσύνη — ἡ, Α [σεβασμός] (ποιητ. τ.) η σεβασμιότητα … Dictionary of Greek