- σκιῤῥάς
σκιῤῥάς, άδος, ἡ, γῆ, eine weiße Erdart, wie Gyps, Schol. Ar. Vesp. 925.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιῤῥάς, άδος, ἡ, γῆ, eine weiße Erdart, wie Gyps, Schol. Ar. Vesp. 925.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιρράς — άδος, ἡ, Α [σκίρρα] φρ. «σκιρρὰς γῆ» γη που περιέχει γύψο … Dictionary of Greek