- σκιᾱ-τροφία
σκιᾱ-τροφία, ἡ, das Erziehen im Schatten, im Zimmer, übh. weichliche Erziehung, Lebensart, Plut. Lyc. 14 Thes. 23; Poll. 6, 185.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιᾱ-τροφία, ἡ, das Erziehen im Schatten, im Zimmer, übh. weichliche Erziehung, Lebensart, Plut. Lyc. 14 Thes. 23; Poll. 6, 185.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιατροφία — σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc/acc dual σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc nom/voc/acc dual σκιατροφίας masc voc sg σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc voc sg (attic) σκιατροφίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφίας — σκιᾱτροφίᾱς , σκιατροφία fem acc pl σκιᾱτροφίᾱς , σκιατροφία fem gen sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱς , σκιατροφίας masc acc pl σκιατροφίᾱς , σκιατροφίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφίαι — σκιᾱτροφίαι , σκιατροφία fem nom/voc pl σκιᾱτροφίᾱͅ , σκιατροφία fem dat sg (attic doric aeolic) σκιατροφίας masc nom/voc pl σκιατροφίᾱͅ , σκιατροφίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφίᾳ — σκιᾱτροφίαι , σκιατροφία fem nom/voc pl σκιᾱτροφίᾱͅ , σκιατροφία fem dat sg (attic doric aeolic) σκιατροφίαι , σκιατροφίας masc nom/voc pl σκιατροφίᾱͅ , σκιατροφίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)