- σκελέαι
σκελέαι, αἱ, Beinkleider; Antiphan. bei Poll. 7, 59; für ἀναξυρίδες, 7, 92.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελέαι, αἱ, Beinkleider; Antiphan. bei Poll. 7, 59; für ἀναξυρίδες, 7, 92.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελέαι — σκέλλω dry up fut ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέλεαι — σκέλλω dry up fut ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελέα — η, ΝΑ νεοελλ. στρ. εσωτερική περισκελίδα, εσώρουχο σε σχήμα κοντού παντελονιού, σώβρακο αρχ. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σκελέαι περισκελίδες, αναξυρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + κατάλ. έα (πρβλ. χιτων έα)] … Dictionary of Greek