- σκελλίς
σκελλίς, ίδος, ἡ, vielleicht = σκελίδιον, Plut. glor. Ath. 6, wenn nicht mit Reiske σκελίδας zu lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελλίς, ίδος, ἡ, vielleicht = σκελίδιον, Plut. glor. Ath. 6, wenn nicht mit Reiske σκελίδας zu lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελλίς — ίδος, η, Α βλ. σκελίδα … Dictionary of Greek
σκελλίδες — σκελλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελίδα — η / σκελίς, ίδος, ΝΜΑ, και σκέλιδα Ν, και σχελίς ΜΑ, και σκελλίς Α νεοελλ. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ενδοκάρπιο τού καρπού τών εσπεριδοειδών, αλλ. φέτα ή φελί νεοελλ. μσν. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται η κεφαλή… … Dictionary of Greek