- σκελετ-ώδης
σκελετ-ώδης, ες, von der Art, dem Ansehen, der Farbe eines ausgetrockneten Körpers, Luc. de salt. 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελετ-ώδης, ες, von der Art, dem Ansehen, der Farbe eines ausgetrockneten Körpers, Luc. de salt. 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρκινώδης — ες (Α καρκινώδης, ες) αυτός που έχει την ασθένεια τού καρκίνου ή τη μορφή και τη φύση καρκινώματος («καρκινώδης όγκος» καρκίνος, καρκίνωμα, κακοήθης όγκος) αρχ. καρκινοειδής*, όμοιος με καρκίνο, με κάβουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + κατάλ. ώδης… … Dictionary of Greek