σκελετεία, ἡ, Trockenheit, Magerkeit, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελετείᾳ — σκελετείᾱͅ , σκελετεία a being withered fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετεία — και ιων. τ. σκελετίη, ἡ, Α [σκελετεύω] 1. ξηρότητα 2. ισχνότητα, λεπτότητα … Dictionary of Greek