σκελετός

σκελετός

σκελετός, ausgetrocknet, δάκος, Nic. Ther. 696, Schol. ἐσκληκός; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. σῶμα, Mumie, Plut. Sept. sap. conv. 2; οἱ ὑπὸ γῆν, Lucill. 56 (IX, 92); vgl. Luc. Necyom. 15. – Uebtr. sagt Plut. Anton. 76 αὐτὸς δὲ κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκελετός — dried up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — ο 1. το σύνολο των οστών ανθρώπου και ζώων. 2. μτφ., τα βασικά μέρη πολλών δημιουργημάτων του ανθρώπου: Μέχρι στιγμής κατασκεύασαν μόνο το σκελετό του σπιτιού. 3. πλαίσιο γυαλιών για τα μάτια: Πήρε γυαλιά με χρυσό σκελετό. 4. άνθρωπος αδύνατος: Η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με …   Dictionary of Greek

  • σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετῶν — σκελετός dried up fem gen pl σκελετός dried up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετόν — σκελετός dried up masc acc sg σκελετός dried up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοῖς — σκελετός dried up masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοί — σκελετός dried up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετοῦ — σκελετός dried up masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετούς — σκελετός dried up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”