- σκιαδίσκη
σκιαδίσκη, ἡ, = σκιάδειον, Anacr. 66, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιαδίσκη, ἡ, = σκιάδειον, Anacr. 66, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιαδίσκη — ἡ, Α (υποκορ. τ.) μικρό σκιάδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά / σκιάς, άδος + επίθημα ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] … Dictionary of Greek
σκιαδίσκην — σκιαδίσκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)