- σκινδαλαμο-φράστης
σκινδαλαμο-φράστης, ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκινδαλαμο-φράστης, ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek