- σκιαδεύς
σκιαδεύς, ὁ, = σκίαινα, Numen. bei Ath. VII, 322 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιαδεύς, ὁ, = σκίαινα, Numen. bei Ath. VII, 322 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιαδεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαδεύς — έως, ὁ, Α η σκίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά / σκιάς, άδος + επίθημα εύς] … Dictionary of Greek
σκιαδεῖς — σκιαδεύς masc acc pl σκιαδεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαδῆα — σκιαδεύς masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαδέα — σκιαδέᾱ , σκιαδεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)