σιγματο-ειδής

σιγματο-ειδής

σιγματο-ειδής, ές, = Folgdm, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλοσίγματος — ον, Μ (για τον Ευρ.) αυτός που τού αρέσει να μεταχειρίζεται λέξεις που έχουν το γράμμα σίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σίγματος (< σίγμα). Για το θ. σιγματο τού τ. πρβλ. και σιγματο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • σιγματοειδής — ές, ΝΜΑ ο σιγμοειδής μσν. φρ. «σιγματοειδὴς στοά» οικοδομή με στοές η οποία είχε ημικυκλικό σχήμα. επίρρ... σιγματοειδώς / σιγματοειδῶς ΝΜΑ σε σχήμα ημικυκλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγματο (< σίγμα, πρβλ. σιγματ ίζω) + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”