σκιερός, -ή, -ό — σκιερός, ή, ό, 1 . γεμάτος σκιά: Δεν αναπτύσσονται τα φυτά σε σκιερό μέρος. 2. αυτός που δημιουργεί σκιά: Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένας σκιερός πλάτανος. 3. σκοτεινόχρωμος, σκούρος. 4. αδιαφανής: Από τα σκιερά σώματα δεν περνούν οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιερός — shady masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιερός — ή, ό / σκιερός, ά, όν, ΝΑ, και σκιαρός, ή, ό, Ν 1. αυτός που παρέχει ή έχει σκιά (α. «στα σκιερά τα λαγκάδια...», Ζερβ. β. «ὄρος σκιερόν», Αριστοφ.) 2. αυτός που βρίσκεται στη σκιά (α. «σκιερή τοποθεσία» β. «ἀπὸ σκιαρᾱν παγᾱν», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
σκιερά — σκιερός shady neut nom/voc/acc pl σκιερά̱ , σκιερός shady fem nom/voc/acc dual σκιερά̱ , σκιερός shady fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιερώτερον — σκιερός shady adverbial comp σκιερός shady masc acc comp sg σκιερός shady neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιερῶν — σκιερός shady fem gen pl σκιερός shady masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιερόν — σκιερός shady masc acc sg σκιερός shady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιεραῖς — σκιερός shady fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιεραί — σκιερός shady fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιεροῖο — σκιερός shady masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιεροῖς — σκιερός shady masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)