- σιγμός
σιγμός, ὁ, das Zischen, Arist. H. A. 4, 9; der Zischlaut, S. Emp. adv. gramm. 102; auch σισμός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιγμός, ὁ, das Zischen, Arist. H. A. 4, 9; der Zischlaut, S. Emp. adv. gramm. 102; auch σισμός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιγμός — hissing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμός — ο, ΝΑ [σίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
σιγμοῖς — σιγμός hissing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμοί — σιγμός hissing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμοῦ — σιγμός hissing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμούς — σιγμός hissing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμῷ — σιγμός hissing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμόν — σιγμός hissing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
свист — род. п. а, укр. свист, род. п. у, др. русск. свистъ, словен. svȋsk шипение , чеш. svist, польск. swist. Отсюда свистать, свистеть, свищу, укр. свистати, свищу, др. русск., ст. слав. свистати συρίζειν (Супр.), словен. sviskati шипеть, брызгать ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… … Dictionary of Greek
συνήχεια — ἡ, ΜΑ [συνηχῶ] συριστικός ήχος, σιγμός … Dictionary of Greek