- σκιαρός
σκιαρός, schattig, dorisch statt σκιερός; Pind. φύτευμα, Ol. 3, 18; σκιαρᾶν παγᾶν, 3, 14; auch Plat. Legg. I, 625 b steht ἀνάπαυλαι ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδρεσίν εἰσι σκιαραί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιαρός, schattig, dorisch statt σκιερός; Pind. φύτευμα, Ol. 3, 18; σκιαρᾶν παγᾶν, 3, 14; auch Plat. Legg. I, 625 b steht ἀνάπαυλαι ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδρεσίν εἰσι σκιαραί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιαρός — ά, όν, Α βλ. σκιερός … Dictionary of Greek
σκιαρά — σκιαρός neut nom/voc/acc pl σκιαρά̱ , σκιαρός fem nom/voc/acc dual σκιαρά̱ , σκιαρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιερός shady neut nom/voc/acc pl σκιαρά̱ , σκιερός shady fem nom/voc/acc dual σκιαρά̱ , σκιερός shady fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαρῶν — σκιαρός fem gen pl σκιαρός masc/neut gen pl σκιερός shady fem gen pl σκιερός shady masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαρόν — σκιαρός masc acc sg σκιαρός neut nom/voc/acc sg σκιερός shady masc acc sg σκιερός shady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαραῖς — σκιαρός fem dat pl σκιερός shady fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαραί — σκιαρός fem nom/voc pl σκιερός shady fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαρᾶν — σκιαρός masc/fem gen pl (doric) σκιερός shady masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαρᾶς — σκιαρός fem gen sg (attic doric aeolic) σκιερός shady fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Trauermücken — Eine Trauermücke (Sciara cf. analis), fotografiert in Deutschland Systematik Klasse: Insekten (Insecta) … Deutsch Wikipedia
Σκιάρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Κεφαλληνία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκιαρός / σκιερός (< σκιά)] … Dictionary of Greek
σκιαρόκομος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό κομος] … Dictionary of Greek