- σκιό-ψυκτος
σκιό-ψυκτος, im Schatten abgekühlt, getrocknet, Schol. Nic. Ther. 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιό-ψυκτος, im Schatten abgekühlt, getrocknet, Schol. Nic. Ther. 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίψυκτος — η, ο (Α ἡμίψυκτος, ον) μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύ ψυκτος, σκιό ψυκτος] … Dictionary of Greek