σικχασία, ἡ, Ekel, Abscheu, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σικχασιά — ἡ, Α βλ. σιχασιά … Dictionary of Greek
σιχασ(ι)ά — η / σικχασιά, ΝΑ, και συχασιά Ν [σιχαίνομαι / σικχαίνομαι] το αίσθημα αηδίας και αποστροφής, σιχαμάρα αρχ. η τάση για εμετό, ναυτία … Dictionary of Greek