σικχός — squeamish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκχος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκχος — εος και ους, τὸ, Α βδέλυγμα, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος (πρβλ. στεῖν ος, μάκρ ος)] … Dictionary of Greek
σικχός — ο, ΜΑ (κατά τον Ησύχ. και τον Ευστ.) βδελυρός, σιχαμένος, αηδιαστικός αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με κάτι ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με κάτι, ο σιχασιάρης 2. συνεκδ. δύσκολος, δύστροπος, ιδίως στην τροφή («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις… … Dictionary of Greek
σικχοί — σικχός squeamish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικχούς — σικχός squeamish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικχόν — σικχός squeamish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Siech — Siech, er, este, adj. et adv. krank, im Hochdeutschen, doch nur in engerm Verstande mit einer langwierigen Krankheit oder Schwachheit behaftet. Sie machten viele Siechen gesund, Marc. 6, 13. Ein sieches Leben, Sir. 30,17. Gleich schlich zu seinem … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
άσικχος — ἄσικχος, ον (Α) 1. αυτός που δεν είναι ιδιότροπος στο φαγητό 2. αυτός που δεν προξενεί αηδία, σιχαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σικχός «δύσκολος, ιδιότροπος (ειδικά στο φαγητό), αηδιαστικός, σιχαμένος»] … Dictionary of Greek
σικχάζομαι — ΜΑ [σικχός] μσν. γίνομαι αντικείμενο χλευασμού ή εμπαιγμού, σκώπτομαι* αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χλευάζω, σκώπτω, ἐμπαίζω» … Dictionary of Greek
σικχότης — ητος, ἡ, Μ [σικχός] η ιδιότητα τού σικχού, το αίσθημα αηδίας, σιχαμάρα … Dictionary of Greek