προς-μάρτυρος

προς-μάρτυρος

προς-μάρτυρος, mitzeugend, Maneth. 4, 176.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • пискоупъ — ПИСКОУП|Ъ (76), А с. ἐπίσκοπος Епископ, духовное лицо, имеющее высшую степень священства: дошь‹д›ъ писк‹ѹ›пѹ во дворо. ГрБ № 831, 20–50 XII; кто же дрьзнеть сътворити се [взять крест из монастыря] властелинъ. или кнѧзь. или пискѹпъ. или игѹмѣньѧ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μαίτυς — μαίτυς, υρος, ὁ (Α) μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίτυς αντί μάρτυς από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο ρ ανομοιωτικά προς το ακολουθούν ρ («υποχωρητική ανομοίωση») εξασθενώθηκε σε ι : μάρτυρος > μαίτυρος > μαίτυς] …   Dictionary of Greek

  • συμμάρτυρος — ον, Α (για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική θέση προς κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάρτυρος (< μάρτυς, υρος «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”